Σύρτεις μυστικές
Ξέρω τι λένε τα μολυβένια χρώματα των νεφών και τι μυστικά οδύνης είδαν τα μάτια των κοράκων που περνούν και κράζουν από πάνω μου.
Κι όταν περπατώ ανατριχιάζω όλος γιατί νοιώθω κόσμους να καταστρέφονται σε κάθε μου βήμα, και μερμύγκια να ψυχομαχούν κι έντομα να πεθαίνουν.
Την ποθώ και την φοβούμαι.
Το μυστικό κρασί των Ανοίξεων.
Ιέρεια των πόθων και των λιποθυμιών.
Μου φαίνεται πως αν ανοίξω μια αρτηρία μου κι αφήσω λίγο αίμα να τρέξει θα ησυχάσω.
Σέρνομαι μ’ αγωνία κι ανεκλάλητη χαρά.
Τα μεγάλα σου, τα όμορφα, τ’ αργοκίνητα μάτια.
Να ιδώ τα μάτια σου πως θ΄ανοίξουν άξαφνα, τρομαγμένα, και τι χρώμα θα τους δώσει η φρίκη, και να ιδώ τα χείλη σου τι θα τα κάμεις….. Θα ιδώ πόσο όμορφα θα κυρτωθεί και θα τυλιχτεί απάνω μου ο όφις του κορμιού Σου.
Τι έχω; Μα τίποτα αγάπη μου.
Γιατί είμαι χλωμός; Θάναι απ’ την κούραση και την αγάπη.
Πόσο γελοίοι είμαστε με τα πάθη μας και τα μίση μας και την αγάπη μας.
Τα θεριά στα βάθη των δασών θα μουγκρίζουν απ’ την αγάπη κι απ’ την πείνα.
Η νύχτα μπαίνει μεσ’ την καρδιά μου και συλλογούμαι.
Και η γαλήνη της θάλασσας και των δέντρων η σιγαλιά και τα’ άστρα …μπαίνουν μέσα στην καρδιά μου. Και νοιώθω σιγά σιγά μέσα μου να μπαίνει και ν’ απλώνεται η απελπισμένη ευτυχία των πεθαμένων πραγμάτων.
Ένα κρίνο μονάχο μέσα στις αναδενδράδες εκοιμώνταν.
ΚΙ είναι όλα τα χρυσάνθεμα, τα άνθη της ψυχής μου μεγάλα, σατανικά, ολάνοιχτα και μοιάζουν πινελιές κίτρινες και κόκκινες τρανού ζωγράφου. Είμαι πλασμένος γι’ άλλους κόσμους.
Κάποτε μ’ έρχεται να ζωγραφίσω την ψυχή μου. Το σύμπλεγμα το αιώνιο του Λακοόντα. Τους όφεις της γνώσεις και τους συσπασμούς του πόνου. Και το στραγγάλισμα το σιγανό κι ατέλειωτο των ονείρων…
Κάτι τεντώνεται στο νου μου. Κάτι άγριο σαν τρέλα και σαν αγάπη οργιάζει μέσα στην ψυχή μου.
Η κάμπια της ηδονής ελέρωσε τα φύλλα.
Όταν έρθεις μια νύχτα γελαστή κι ευτυχισμένη και μ’ αγκαλιάσεις σφιχτά απάνω στους μαστούς Σου και μου πεις: Έλα αγαπημένε, ο πόθος του θανάτου ανεβαίνει μέσα μου… η γλύκα του αιώνιου φιλιού τρέχει μέσα μου και με παρακαλεί… τότε θα σ’ αγκαλιάσω όλη, γιατί θάσαι όλη δική μου…
Φοβούμαι πως θα τρελαθώ. Παράξενα σπασίματα γροικούνται μέσα μου, χορδές μυστικές σπούνε στην καρδιά μου, κάτι δάκρυα μεγάλα στάσσουν και λακουδώνουν το μυαλό μου.
Όλα τα νοιώθω ..όλα. Απ’ τον ανάλαφρο ψίθυρο των φιλιών που γροικιέται μεσ’ στις φωλιές τη νύχτα κι απ’ το αναστέναγμα των κρίνων κάτω απ’ το φεγγάρι , ίσα με την απέραντη αρμονία που συγκρατεί τα άστρα.
Κάποτε δεν ξέρω γιατί, νοιώθω πλειότερο πως είμαστε γελωτοποιοί αόρατων δυνάμεων. Ηθοποιοί και παίζουμε την κωμωδία της ζωής και την διασκεδάζομε. Και νοιώθω είναι καιρός να σπάσομε τα δεσμά μας, να ρίξομε κάτω την αυλαία και να κηρύξομε την οδύνη και την κατάρα και το ανάθεμα το μεγάλο.
Κάποιον Θεό νοιώθω μέσα μου να τοξεύει τα όνειρά μου.
Θ’ ακινητήσει ο χρόνος, δεν θ μολύνει πια την αγάπη.
Σα θάνατος αρωματώδης.
Το μονοπάτι που θα τη φέρει μέσα στη νύχτα μοιάζει με όφι που τρέχει μ’ ελιγμούς κι έρχεται και σταματά μπροστά μου.
Εκείνη είχε συρθεί ίσα με το παράθυρο για να τ’ ανοίξει φαίνεται. Τα λουλούδια στα πόδια της ήσαν πατημένα, ζουλισμένα. Τα δάχτυλά της ήσαν ματωμένα. Όλα έδειχναν πως επάλεψεν απελπισμένα η δύστυχη ν’ ανοίξει το παράθυρο και ν’ αναπνεύσει – μα εκείνος δεν την άφηκε. Κι είχε πέσει χλωμή κι εξαντλημένη με τα μάτια μεγαλωμένα απ’ τον τρόμο.
Εκείνος μ’ ένα ήρεμο χαμόγελο είχε ξαπλωθεί χάμαι στο πλάι κι είχε ρίξει τα χέρια του μ’ ένα κίνημα ανέκφραστο αγάπης γύρω στο λαιμό της.
Μια μεγάλη έρημος κι ο ήλιος εβασίλευεν ολοκόκκινος κι αιμάτωνε τον ουρανό. Κι ένας Όφις πελώριος ξετυλισσόταν κι έτρεχε πάνω στην άμμο. Και στο στόμα του που έτρεχε φαρμάκι, κρατούσε κι εχάιδευε κι εδάγκωνε ένα μικρό, κάτασπρο και μαραμένο κρίνο
Απόσπασμα από το "Όφις και κρίνο" του Νίκου Καζαντζάκη
0 Comments